χαλκιαῖος

χαλκιαῖος
χαλκῐαῖος, α, ον,
A costing one χαλκοῦς, PCair.Zen.19.5 (iii B. C.).
2 χαλκιαία, , supplementary tax on sales, Sammelb.5729 (iii B. C.); abbrev. in Ostr.Bodl.i 96 (ii B. C.); also written χαλκιεία (q. v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλκιαίος — αία, ον, θηλ. και χαλκιεία, Α 1. κατασκευασμένος από χαλκό 2. αυτός που κοστίζει όσο ένας χαλκοῡς* 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκιαία και χαλκιεία (στην Αίγυπτο) είδος φόρου, πρόσθετος δασμός στις πωλήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ οῦς «νόμισμα από χαλκό» + …   Dictionary of Greek

  • χαλκιαία — ἡ, Α βλ. χαλκιαῑος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”